αντιδιαδηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιδιαδηλώνω < αντιδιαδήλωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-manifestation)
Συγγενικά
- αντιδιαδήλωση
- αντιδιαδηλωτής
- → δείτε τις λέξεις διαδηλώνω, δηλώνω και δήλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιδιαδηλώνω | αντιδιαδήλωνα | θα αντιδιαδηλώνω | να αντιδιαδηλώνω | αντιδιαδηλώνοντας | |
| β' ενικ. | αντιδιαδηλώνεις | αντιδιαδήλωνες | θα αντιδιαδηλώνεις | να αντιδιαδηλώνεις | αντιδιαδήλωνε | |
| γ' ενικ. | αντιδιαδηλώνει | αντιδιαδήλωνε | θα αντιδιαδηλώνει | να αντιδιαδηλώνει | ||
| α' πληθ. | αντιδιαδηλώνουμε | αντιδιαδηλώναμε | θα αντιδιαδηλώνουμε | να αντιδιαδηλώνουμε | ||
| β' πληθ. | αντιδιαδηλώνετε | αντιδιαδηλώνατε | θα αντιδιαδηλώνετε | να αντιδιαδηλώνετε | αντιδιαδηλώνετε | |
| γ' πληθ. | αντιδιαδηλώνουν(ε) | αντιδιαδήλωναν αντιδιαδηλώναν(ε) |
θα αντιδιαδηλώνουν(ε) | να αντιδιαδηλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιδιαδήλωσα | θα αντιδιαδηλώσω | να αντιδιαδηλώσω | αντιδιαδηλώσει | ||
| β' ενικ. | αντιδιαδήλωσες | θα αντιδιαδηλώσεις | να αντιδιαδηλώσεις | αντιδιαδήλωσε | ||
| γ' ενικ. | αντιδιαδήλωσε | θα αντιδιαδηλώσει | να αντιδιαδηλώσει | |||
| α' πληθ. | αντιδιαδηλώσαμε | θα αντιδιαδηλώσουμε | να αντιδιαδηλώσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιδιαδηλώσατε | θα αντιδιαδηλώσετε | να αντιδιαδηλώσετε | αντιδιαδηλώστε | ||
| γ' πληθ. | αντιδιαδήλωσαν αντιδιαδηλώσαν(ε) |
θα αντιδιαδηλώσουν(ε) | να αντιδιαδηλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιδιαδηλώσει | είχα αντιδιαδηλώσει | θα έχω αντιδιαδηλώσει | να έχω αντιδιαδηλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιδιαδηλώσει | είχες αντιδιαδηλώσει | θα έχεις αντιδιαδηλώσει | να έχεις αντιδιαδηλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιδιαδηλώσει | είχε αντιδιαδηλώσει | θα έχει αντιδιαδηλώσει | να έχει αντιδιαδηλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιδιαδηλώσει | είχαμε αντιδιαδηλώσει | θα έχουμε αντιδιαδηλώσει | να έχουμε αντιδιαδηλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιδιαδηλώσει | είχατε αντιδιαδηλώσει | θα έχετε αντιδιαδηλώσει | να έχετε αντιδιαδηλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιδιαδηλώσει | είχαν αντιδιαδηλώσει | θα έχουν αντιδιαδηλώσει | να έχουν αντιδιαδηλώσει |
| |
Μεταφράσεις
αντιδιαδηλώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.