αντιβουίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αντιβούισμα
- → δείτε τις λέξεις αντί, βουίζω και βοή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιβουίζω | αντιβούιζα | θα αντιβουίζω | να αντιβουίζω | αντιβουίζοντας | |
| β' ενικ. | αντιβουίζεις | αντιβούιζες | θα αντιβουίζεις | να αντιβουίζεις | αντιβούιζε | |
| γ' ενικ. | αντιβουίζει | αντιβούιζε | θα αντιβουίζει | να αντιβουίζει | ||
| α' πληθ. | αντιβουίζουμε | αντιβουίζαμε | θα αντιβουίζουμε | να αντιβουίζουμε | ||
| β' πληθ. | αντιβουίζετε | αντιβουίζατε | θα αντιβουίζετε | να αντιβουίζετε | αντιβουίζετε | |
| γ' πληθ. | αντιβουίζουν(ε) | αντιβούιζαν αντιβουίζαν(ε) |
θα αντιβουίζουν(ε) | να αντιβουίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιβούισα | θα αντιβουίσω | να αντιβουίσω | αντιβουίσει | ||
| β' ενικ. | αντιβούισες | θα αντιβουίσεις | να αντιβουίσεις | αντιβούισε | ||
| γ' ενικ. | αντιβούισε | θα αντιβουίσει | να αντιβουίσει | |||
| α' πληθ. | αντιβουίσαμε | θα αντιβουίσουμε | να αντιβουίσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιβουίσατε | θα αντιβουίσετε | να αντιβουίσετε | αντιβουίστε | ||
| γ' πληθ. | αντιβούισαν αντιβουίσαν(ε) |
θα αντιβουίσουν(ε) | να αντιβουίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιβουίσει | είχα αντιβουίσει | θα έχω αντιβουίσει | να έχω αντιβουίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιβουίσει | είχες αντιβουίσει | θα έχεις αντιβουίσει | να έχεις αντιβουίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιβουίσει | είχε αντιβουίσει | θα έχει αντιβουίσει | να έχει αντιβουίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιβουίσει | είχαμε αντιβουίσει | θα έχουμε αντιβουίσει | να έχουμε αντιβουίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιβουίσει | είχατε αντιβουίσει | θα έχετε αντιβουίσει | να έχετε αντιβουίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιβουίσει | είχαν αντιβουίσει | θα έχουν αντιβουίσει | να έχουν αντιβουίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.