ανθοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανθοβολώ < (ελληνιστική κοινή) ἀνθοβολέω / ἀνθοβολῶ (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική défleurir)
- ανθοβολάω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανθοβολώ | ανθοβολούσα | θα ανθοβολώ | να ανθοβολώ | ανθοβολώντας | |
| β' ενικ. | ανθοβολείς | ανθοβολούσες | θα ανθοβολείς | να ανθοβολείς | (ανθοβόλει) | |
| γ' ενικ. | ανθοβολεί | ανθοβολούσε | θα ανθοβολεί | να ανθοβολεί | ||
| α' πληθ. | ανθοβολούμε | ανθοβολούσαμε | θα ανθοβολούμε | να ανθοβολούμε | ||
| β' πληθ. | ανθοβολείτε | ανθοβολούσατε | θα ανθοβολείτε | να ανθοβολείτε | ανθοβολείτε | |
| γ' πληθ. | ανθοβολούν(ε) | ανθοβολούσαν(ε) | θα ανθοβολούν(ε) | να ανθοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανθοβόλησα | θα ανθοβολήσω | να ανθοβολήσω | ανθοβολήσει | ||
| β' ενικ. | ανθοβόλησες | θα ανθοβολήσεις | να ανθοβολήσεις | ανθοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | ανθοβόλησε | θα ανθοβολήσει | να ανθοβολήσει | |||
| α' πληθ. | ανθοβολήσαμε | θα ανθοβολήσουμε | να ανθοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανθοβολήσατε | θα ανθοβολήσετε | να ανθοβολήσετε | ανθοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | ανθοβόλησαν ανθοβολήσαν(ε) |
θα ανθοβολήσουν(ε) | να ανθοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανθοβολήσει | είχα ανθοβολήσει | θα έχω ανθοβολήσει | να έχω ανθοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανθοβολήσει | είχες ανθοβολήσει | θα έχεις ανθοβολήσει | να έχεις ανθοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανθοβολήσει | είχε ανθοβολήσει | θα έχει ανθοβολήσει | να έχει ανθοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανθοβολήσει | είχαμε ανθοβολήσει | θα έχουμε ανθοβολήσει | να έχουμε ανθοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανθοβολήσει | είχατε ανθοβολήσει | θα έχετε ανθοβολήσει | να έχετε ανθοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανθοβολήσει | είχαν ανθοβολήσει | θα έχουν ανθοβολήσει | να έχουν ανθοβολήσει |
| |
Μεταφράσεις
ανθοβολώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.