ανηλεώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανηλεώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνηλεῶς [1]

Επίρρημα

ανηλεώς

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανηλεώς -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.