αναστοχαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναστοχαστικά < αναστοχαστικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.sto.xa.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στο‐χα‐στι‐κά
Μεταφράσεις
αναστοχαστικά
|
|
Πηγές
- αναστοχαστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναστοχαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναστοχαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.