αναστοχαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναστοχαστικά < αναστοχαστικ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.sto.xa.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναστοχαστικά

Επίρρημα

αναστοχαστικά (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

Πηγές

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναστοχαστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.