αναδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αναδρομικά < αναδρομικός
Επίρρημα
αναδρομικά
- με αναδρομική ισχύ
- (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος
Μεταφράσεις
αναδρομικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.