αναγγέλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naŋˈɟe.lo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναγ‐γέλ‐λο‐μαι
- ομόηχο: αναγγέλλομε
Ρηματικός τύπος
αναγγέλλομαι, π.αόρ.: αναγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αναγγελμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αναγγέλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.