ανάλατα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανάλατα
<
ανάλατος
Επίρρημα
ανάλατα
άνοστα
, με τρόπο που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον (σπανια χρήση)
χωρίς αλάτι
Η Ελένη μαγειρεύει εδώ και δέκα χρόνια
ανάλατα
μονίμως, επειδή ο άντρας της έχει
πίεση
Μεταφράσεις
ανάλατα
γαλλικά
: sans
sel
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανάλατα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανάλατο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.