αμπαζούρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμπαζούρ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική abat-jour [1]

Ουσιαστικό

δύο φωτιστικά με αμπαζούρ

αμπαζούρ ουδέτερο άκλιτο

  • (αντικείμενο) απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθως επιτραπέζια λάμπα, ώστε να συγκεντρώνει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθως προς τα κάτω. Καταχρηστικά και λανθασμένα η λέξη χρησιμοποιείται δηλώνοντας τη φορητή λάμπα, το πορτατίφ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.