pala
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
pala
(it)
το
φτυάρι
τύπος
σπαθιού
οποιοδήποτε
εργαλείο
έχει μια πλατειά πλευρά και μοιάζει με φτυάρι.
πάλα
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
pala
<
ιταλική
pala
Ουσιαστικό
pala
(tr)
σπαθί
,
γιαταγάνι
,
πάλα
Φινλανδικά
(fi)
Ουσιαστικό
pala
(fi)
κομμάτι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.