αμείβομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμείβομαι < παθητική φωνή του ρήματος αμείβω
Ρήμα
αμείβομαι
- παίρνω αμοιβή για εργασία που προσφέρω, πληρώνομαι
- δέχομαι υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά μου
Μεταφράσεις
αμείβομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.