αλησμόνητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλησμόνητα < αλησμόνητος + -α
Επίρρημα
αλησμόνητα
- χωρίς να είναι δυνατόν να λησμονηθεί
- Περάσαμε αλησμόνητα, μακάρι να ξαναπάμε στην Κρήτη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αλησμόνητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αλησμόνητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλησμόνητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.