ακροποδητί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακροποδητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροποδητί[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.po.ðiˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐πο‐δη‐τί
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ακροποδητί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.