ακροποδητί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακροποδητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροποδητί[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.po.ðiˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροποδητί

Επίρρημα

ακροποδητί (τροπικό επίρρημα, λόγιο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.