ακρεμών

Νέα ελληνικά (el)

Με κόκκινο χρώμα οι ακρεμόνες

Ετυμολογία

ακρεμών < αρχαία ελληνική ἀκρεμών < ἄκρος

Ουσιαστικό

ακρεμών αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀκρεμών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.