αθεΐζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θeˈi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θε‐ΐ‐ζω
Ρήμα
αθεΐζω, πρτ.: αθέιζα στον ενεστώτα και στον παρατατικό [1] (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | αθεΐζω | αθέιζα | θα αθεΐζω | να αθεΐζω | αθεΐζοντας | |
| β' ενικ. | αθεΐζεις | αθέιζες | θα αθεΐζεις | να αθεΐζεις | αθεΐζε | |
| γ' ενικ. | αθεΐζει | αθέιζε | θα αθεΐζει | να αθεΐζει | ||
| α' πληθ. | αθεΐζουμε | αθεΐζαμε | θα αθεΐζουμε | να αθεΐζουμε | ||
| β' πληθ. | αθεΐζετε | αθεΐζατε | θα αθεΐζετε | να αθεΐζετε | αθεΐζετε | |
| γ' πληθ. | αθεΐζουν(ε) | αθέιζαν αθεΐζαν(ε) |
θα αθεΐζουν(ε) | να αθεΐζουν(ε) |
Μεταφράσεις
αθεΐζω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αθεΐζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.