αθεΐζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθεΐζω < άθε(ος) + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.θeˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αθεΐζω

Ρήμα

αθεΐζω, πρτ.: αθέιζα στον ενεστώτα και στον παρατατικό [1] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κλίνω προς την αθεΐα [2][1]
  2. δεν πιστεύω στην ύπαρξη θεού ή είμαι άθεος [2] [1]

Συγγενικά

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αθεΐζω αθέιζα θα αθεΐζω να αθεΐζω αθεΐζοντας
β' ενικ. αθεΐζεις αθέιζες θα αθεΐζεις να αθεΐζεις αθεΐζε
γ' ενικ. αθεΐζει αθέιζε θα αθεΐζει να αθεΐζει
α' πληθ. αθεΐζουμε αθεΐζαμε θα αθεΐζουμε να αθεΐζουμε
β' πληθ. αθεΐζετε αθεΐζατε θα αθεΐζετε να αθεΐζετε αθεΐζετε
γ' πληθ. αθεΐζουν(ε) αθέιζαν
αθεΐζαν(ε)
θα αθεΐζουν(ε) να αθεΐζουν(ε)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. αθεΐζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.