αθάσι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθάσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀθάσιν < ἀ- (προθεματικό) + (ελληνιστική κοινή) θάσιον, ουδέτερο του θάσιος < Θάσος (από το αρχαίο ελληνικό «θάσια κάρυα»[1][2] - αμύγδαλα Θάσου)

Ουσιαστικό

αθάσι ουδέτερο

  1. (κυπριακά) το αμύγδαλο
  2. εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα

  • αθάσιν
  • αχάσιν
  • ατάσι
  • θάσου
  • θιάσο

Συγγενικά

  • αθασία
  • αθασόγαλο
  • αθασούδι
  • αθασόφυλλο
  • αθασωτός

Αναφορές

  1. Άτακτα, τομ. 2, Αδαμάντιος Κοραής, εκδ. F. Didot, Père et fils, Παρίσι 1829 (αναφέρεται στον Ιπποκρατ. Περι Νους, ΙΙΙ, παραγρ. 12, σελ. 103
  2. Αthen. 15, p. 647, F, Ρlut. Μor. p. το97, D., όπως αναφέρεται στο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης, Thesaurus græcæ linguæ, ab Henrico Stephano, σελ. 256

Πηγές

  • ἀθάσι, τόμος Α, 1933 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.