αδελφώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδελφώνω < αδελφός
Ρήμα
αδελφώνω
- κάνω δυο ανθρώπους (ή δυο λαούς) να νιώθουν μεταξύ τους σαν να είναι αδέρφια
- συμφιλιώνω
- συμφιλιώνομαι εκ νέου, μονοιάζω με κάποιον
- συνάπτω στενούς δεσμούς με κάποιον
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αδελφώνω | αδέλφωνα | θα αδελφώνω | να αδελφώνω | αδελφώνοντας | |
| β' ενικ. | αδελφώνεις | αδέλφωνες | θα αδελφώνεις | να αδελφώνεις | αδέλφωνε | |
| γ' ενικ. | αδελφώνει | αδέλφωνε | θα αδελφώνει | να αδελφώνει | ||
| α' πληθ. | αδελφώνουμε | αδελφώναμε | θα αδελφώνουμε | να αδελφώνουμε | ||
| β' πληθ. | αδελφώνετε | αδελφώνατε | θα αδελφώνετε | να αδελφώνετε | αδελφώνετε | |
| γ' πληθ. | αδελφώνουν(ε) | αδέλφωναν αδελφώναν(ε) |
θα αδελφώνουν(ε) | να αδελφώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αδέλφωσα | θα αδελφώσω | να αδελφώσω | αδελφώσει | ||
| β' ενικ. | αδέλφωσες | θα αδελφώσεις | να αδελφώσεις | αδέλφωσε | ||
| γ' ενικ. | αδέλφωσε | θα αδελφώσει | να αδελφώσει | |||
| α' πληθ. | αδελφώσαμε | θα αδελφώσουμε | να αδελφώσουμε | |||
| β' πληθ. | αδελφώσατε | θα αδελφώσετε | να αδελφώσετε | αδελφώστε | ||
| γ' πληθ. | αδέλφωσαν αδελφώσαν(ε) |
θα αδελφώσουν(ε) | να αδελφώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αδελφώσει | είχα αδελφώσει | θα έχω αδελφώσει | να έχω αδελφώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αδελφώσει | είχες αδελφώσει | θα έχεις αδελφώσει | να έχεις αδελφώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αδελφώσει | είχε αδελφώσει | θα έχει αδελφώσει | να έχει αδελφώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αδελφώσει | είχαμε αδελφώσει | θα έχουμε αδελφώσει | να έχουμε αδελφώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αδελφώσει | είχατε αδελφώσει | θα έχετε αδελφώσει | να έχετε αδελφώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αδελφώσει | είχαν αδελφώσει | θα έχουν αδελφώσει | να έχουν αδελφώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.