αγριωπά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αγριωπά
<
αγριωπός
Επίρρημα
αγριωπά
με
αγριάδα
,
άγρια
,
επιθετικά
τον κοίταξε
αγριωπά
Μεταφράσεις
αγριωπά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγριωπά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αγριωπό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.