αγοράζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αγοράζομαι , πρτ.: αγοραζόμουν, στ.μέλλ.: θα αγοραστώ, αόρ.: αγοράστηκα, μτχ.π.π.: αγορασμένος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.