αγγελοθωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.lo.θoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο‐θω‐ρώ
Ρήμα
αγγελοθωρώ, πρτ.: αγγελοθωρούσα, αόρ.: αγγελοθώρησα (χωρίς παθητική φωνή) [2]
Συγγενικά
- αγγελοθώρητος
- αγγελοθωρούσα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγγελοθωρώ | αγγελοθωρούσα | θα αγγελοθωρώ | να αγγελοθωρώ | αγγελοθωρώντας | |
| β' ενικ. | αγγελοθωρείς | αγγελοθωρούσες | θα αγγελοθωρείς | να αγγελοθωρείς | ||
| γ' ενικ. | αγγελοθωρεί | αγγελοθωρούσε | θα αγγελοθωρεί | να αγγελοθωρεί | ||
| α' πληθ. | αγγελοθωρούμε | αγγελοθωρούσαμε | θα αγγελοθωρούμε | να αγγελοθωρούμε | ||
| β' πληθ. | αγγελοθωρείτε | αγγελοθωρούσατε | θα αγγελοθωρείτε | να αγγελοθωρείτε | αγγελοθωρείτε | |
| γ' πληθ. | αγγελοθωρούν(ε) | αγγελοθωρούσαν(ε) | θα αγγελοθωρούν(ε) | να αγγελοθωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγγελοθώρησα | θα αγγελοθωρήσω | να αγγελοθωρήσω | αγγελοθωρήσει | ||
| β' ενικ. | αγγελοθώρησες | θα αγγελοθωρήσεις | να αγγελοθωρήσεις | αγγελοθώρησε | ||
| γ' ενικ. | αγγελοθώρησε | θα αγγελοθωρήσει | να αγγελοθωρήσει | |||
| α' πληθ. | αγγελοθωρήσαμε | θα αγγελοθωρήσουμε | να αγγελοθωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | αγγελοθωρήσατε | θα αγγελοθωρήσετε | να αγγελοθωρήσετε | αγγελοθωρήστε | ||
| γ' πληθ. | αγγελοθώρησαν αγγελοθωρήσαν(ε) |
θα αγγελοθωρήσουν(ε) | να αγγελοθωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγγελοθωρήσει | είχα αγγελοθωρήσει | θα έχω αγγελοθωρήσει | να έχω αγγελοθωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγγελοθωρήσει | είχες αγγελοθωρήσει | θα έχεις αγγελοθωρήσει | να έχεις αγγελοθωρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγγελοθωρήσει | είχε αγγελοθωρήσει | θα έχει αγγελοθωρήσει | να έχει αγγελοθωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγγελοθωρήσει | είχαμε αγγελοθωρήσει | θα έχουμε αγγελοθωρήσει | να έχουμε αγγελοθωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγγελοθωρήσει | είχατε αγγελοθωρήσει | θα έχετε αγγελοθωρήσει | να έχετε αγγελοθωρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγγελοθωρήσει | είχαν αγγελοθωρήσει | θα έχουν αγγελοθωρήσει | να έχουν αγγελοθωρήσει |
| |
Μεταφράσεις
αγγελοθωρώ
|
Αναφορές
- αγγελοθωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.