αγγελοθωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγγελοθωρώ < (άγγελος) αγγελο- + -θωρώ [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.lo.θoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελοθωρώ

Ρήμα

αγγελοθωρώ, πρτ.: αγγελοθωρούσα, αόρ.: αγγελοθώρησα (χωρίς παθητική φωνή) [2]

Συγγενικά

  • αγγελοθώρητος
  • αγγελοθωρούσα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγγελοθωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.