αγγειοχειρουργικοί

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγειοχειρουργικοί
ομόηχο: αγγειοχειρουργική

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγγειοχειρουργικοί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.