αβαθμολόγητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβαθμολόγητα < αβαθμολόγητ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.va.θmoˈlo.ʝi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαθ‐μο‐λό‐γη‐τα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αβαθμολόγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αβαθμολόγητο, ουδέτερο του αβαθμολόγητος
Πηγές
- αβαθμολόγητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.