ένεκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ένεκα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕνεκα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ne.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐νε‐κα
Πρόθεση
ένεκα
Συγγενικά
- ένεκεν στη φράση τιμής ένεκεν
Μεταφράσεις
ένεκα
|
→ δείτε τη λέξη εξαιτίας |
Πηγές
- ένεκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.