ένεκα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ένεκα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕνεκα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ne.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ένεκα

Πρόθεση

ένεκα

  • για, εξαιτίας, λόγω
    1. (λόγιο, παρωχημένο + γενική)
      Η παραγωγή σίτου ήταν μειωμένη ένεκα του ψύχους.
    2. (λαϊκό + αιτιατική)
      Τα στάρια δεν πήγαν καλά φέτος, ένεκα το ψύχος, βλέπεις...

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.