Ψωμά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ψωμά < γενική ενικού του αρσενικού Ψωμάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /psoˈma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψω‐μά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Псома
- λατινικοί χαρακτήρες: Psoma
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.