Ψαρού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ψαρού < γενική του Ψαρός

Προφορά

ΔΦΑ : /psaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαρού

Κύριο όνομα

Ψαρού θηλυκό

  1. γυναικείο επώνυμο
  2. ακτή της Μυκόνου

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.