Τσικαλαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Τσικαλαριά | ||
| γενική | των | Τσικαλαριών | ||
| αιτιατική | τα | Τσικαλαριά | ||
| κλητική | Τσικαλαριά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσικαλαριά < πληθυντικός του τσικαλαριό
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.ka.laɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐κα‐λαρ‐ιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.