Σωτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Σωτήρ < σωτήρ
Κύριο όνομα
Σωτήρ αρσενικό
- ανδρικό όνομα ή προσωνύμιο
- (ειδικότερα, χριστιανισμός) προσωνυμία του Ιησού Χριστού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.