Στάβλοι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Στάβλοι
      γενική των Στάβλων
    αιτιατική τους Στάβλους
     κλητική Στάβλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στάβλοι < στάβλοι < πληθυντικός αριθμός του στάβλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsta.vli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στάβλοι

Κύριο όνομα

Στάβλοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.