Ρετσινά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ρετσινά < γενική ενικού του αρσενικού Ρετσινάς

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.t͡siˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρετσινά

Κύριο όνομα

Ρετσινά θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ρετσινά αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.