Ραγκουτσάρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ραγκουτσάρια
      γενική των Ραγκουτσαριών
    αιτιατική τα Ραγκουτσάρια
     κλητική Ραγκουτσάρια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ραγκουτσάρια < σλαβικής προέλευσης рогатый (rɐˈɡatɨj: που έχει κέρατα, διάβολος)

Κύριο όνομα

Ραγκουτσάρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ιδιωματικό, λαογραφία) άλλη μορφή του Ρουγκατσάρια
    Στο ρυθμό των Ραγκουτσαριών μπαίνει από σήμερα Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018 η πόλη της Καστοριάς. (ert.gr)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.