Πτολεμαίος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πτολεμαίος < αρχαία ελληνική Πτολεμαῖος
Κύριο όνομα
Πτολεμαίος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ο αστρονόμος, γεωγράφος, μαθηματικός και φυσικός Κλαύδιος Πτολεμαίος (90-168 μ.Χ.) γνωστός κυρίως για το πτολεμαϊκό σύστημα που εκπόνησε
- ονομασία πολλών ελληνικής καταγωγής βασιλιάδων της Αιγύπτου κατά τους ελληνιστικούς χρόνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.