Πρωταγόρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πρωταγόρας < αρχαία ελληνική

Κύριο όνομα

Πρωταγόρας αρσενικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πρωταγόρας < πρώτος + αγορά

Κύριο όνομα

Πρωταγόρας αρσενικό

  1. σπουδαίος αρχαίος Έλληνας σοφιστής από τα Άβδηρα, φίλος του Περικλή.
  2. αρχαίος Έλληνας γεωγράφος του 2ου αιώνα μ.Χ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.