𐀡𐀮𐀅𐀃

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)

po
sedao

Ετυμολογία

𐀡𐀮𐀅𐀃 - Συγγενή: αρχαία ελληνική Ποσειδάων (επικός τύπος)

Κύριο όνομα

𐀡𐀮𐀅𐀃 (po-se-da-o) (Ποσειδάων)

Πηγές

  • Ποσειδώνας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.