Παρίσια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾi.sça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρίσια

παλιότερα:

ΔΦΑ : /paˈɾi.si.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρίσια

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Παρίσια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Παρίσι
      Τι ζήλεψες τι τα ‘θελες τα ένδοξα Παρίσια / έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
    Μάνος Ελευθερίου, Ο Άμλετ της Σελήνης
  2. (καθαρεύουσα) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Παρίσιον
      [ιβ'] Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε
    καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν
    τὰ ἔνδοξα Παρίσια·
    ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος
        μὲ κυριεύει.
    Ανδρέας Κάλβος, Ωδή Α' «Ο Φιλόπατρις», στροφή 12η, ποιητική συλλογή Η Λύρα (1824)
    άλλες μορφές: επίσης, αρσενικό στον πληθυντικό: ονομαστική, κλητική πληθυντικού: Παρίσιοι, αιτιατική πληθυντικού: Παρισίους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.