Παναγιότης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Παναγιότης | αἱ | Παναγιότητες | ||||
| γενική | τῆς | Παναγιότητος | τῶν | Παναγιοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | Παναγιότητι | ταῖς | Παναγιότησι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | Παναγιότητα | τὰς | Παναγιότητας | ||||
| κλητική ὦ! | Παναγιότης | Παναγιότητες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Παναγιότης < πανάγι(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
Παναγιότης / παναγιότης θηλυκό
- (τιμητικός τίτλος, εκκλησιαστικός όρος) κυριολεκτικά: πάρα πολύ άγιος· τιμητικός τίτλος για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
- ↪ της αυτού παναγιότητος → χρειάζεται παράθεμα
- άλλες μορφές: παναγιότητα
- αντίστοιχο για τα νεότερα χρόνια: Παναγιότης (καθαρεύουσα) και Παναγιότητα
Πηγές
- παναγιότης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.