Παναγιωτάκη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Παναγιωτάκη < γενική ενικού του αρσενικού Παναγιωτάκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.na.ʝoˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐να‐γιω‐τά‐κη
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Panagiotaki
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Παναγιωτάκη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παναγιωτάκης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.