Παλαιοκαστρίτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Παλαιοκαστρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Παλαιοκαστρίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Palaiokastriti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Παλαιοκαστρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παλαιοκαστρίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.