ΠΑΟ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- ΠΑΟ < αρκτικόλεξο διαφόρων αθλητικών συλλόγων
Συντομομορφή
ΠΑΟ αρσενικό άκλιτο
- Παναθηναϊκός Αθλητικός Ομιλος· ο σύλλογος της Αθήνας γνωστός απλά ως Παναθηναϊκός
- Παμβουπρασιακός Αθλητικός Ομιλος, με έδρα τη Βάρδα, γνωστός και ως ΠΑΟΒ
- Ποδοσφαιρκός Αθλητικός Ομιλος· τμήμα ονομασίας διαφόρων ομάδων ποδοσφαίρου
Ετυμολογία 2
- ΠΑΟ < Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως
Ετυμολογία 3
- ΠΑΟ < Πανελλήνια Άπελευθερωτική Οργάνωση
Συντομομορφή
ΠΑΟ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- (ιστορία) αντικομμουνιστική αντιστασιακή οργάνωση της βορείου Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής
Παράγωγα
- Παοτζής, παοτζής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.