Ούγγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ούγγρα | ||
| γενική | της | Ούγγρας | ||
| αιτιατική | την | Ούγγρα | ||
| κλητική | Ούγγρα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ούγγρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈuŋ.gɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ούγ‐γρα
Κύριο όνομα
Ούγγρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Αναφορές
- ΦΕΚ 54Α, 5 Μαρτίου 1955
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.