Οδυσσέα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Οδυσσέα < γενική ενικού του αρσενικού Οδυσσέας

Κύριο όνομα

Οδυσσέα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (άκλιτο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Οδυσσέας

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Οδυσσέα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.