Οδρύσες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Οδρύσες | ||
| γενική | των | Οδρυσών | ||
| αιτιατική | τους | Οδρύσες | ||
| κλητική | Οδρύσες | |||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Οδρύσες < Ὀδρύσες < Ὀδρύσης
Κύριο όνομα
Οδρύσες αρσενικό
- (εθνωνύμιο, ιστορία) μια από τις ισχυρότερες θρακικές φυλές που κατοικούσε στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου
-
Οδρύσες στη Βικιπαίδεια

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Οδρύσες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Οδρύσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.