Οδρύσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Οδρύσης | οι | Οδρύσες |
| γενική | του | Οδρύση | των | Οδρυσών |
| αιτιατική | τον | Οδρύση | τους | Οδρύσες |
| κλητική | Οδρύση | Οδρύσες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Οδρύσης < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.