Νταβατζή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Νταβατζή < γενική ενικού του αρσενικού Νταβατζής
Προφορά
- ΔΦΑ : /da.vaˈd͡zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐βα‐τζή
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Davatzi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.