Ναούρου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ναούρου < ναουρού anáoero (πηγαίνω στη παραλία)

Κύριο όνομα

Ναούρου ουδέτερο άκλιτο

  1. κράτος της Ωκεανίας, με πρωτεύουσα τη Γιαρέν
  2. (συνεκδοχικά) το νησί στο οποίο βρίσκεται το κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.