ΒΑ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΒΑ < βορειοανατολικός, με κεφαλαία, κατά το αγγλικό NE, North East

Συντομομορφή

ΒΑ συντομογραφία

  1. βορειοανατολικά
  2. βορειοανατολικός, βορειανατολική, βορειανατολικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.