Μουνυχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Μουνυχίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Μουνυχίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Μουνυχίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Μουνυχίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Μουνυχίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μουνυχία < Μουνιχία
Συγγενικά
Πηγές
- Μουνιχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.