Μετσόβιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μετσόβιο
      γενική του Μετσόβιου
& Μετσοβίου
    αιτιατική το Μετσόβιο
     κλητική Μετσόβιο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μετσόβιο < Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Κύριο όνομα

Μετσόβιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.