Μαραθώνια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Μαραθώνιᾰ | ||||||
| γενική | τῶν | Μαραθωνίων | ||||||
| δοτική | τοῖς | Μαραθωνίοις | ||||||
| αιτιατική | τὰ | Μαραθώνιᾰ | ||||||
| κλητική ὦ! | Μαραθώνιᾰ | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Μαραθώνια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Μαραθώνιος στον πληθυντικό
Κύριο όνομα
Μαραθώνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αθλητισμός) αγώνες προς τιμήν της νίκης των Αθηναίων στον Μαραθώνα
Πηγές
- Μαραθών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.