Μέτσοβον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Μέτσοβον
      γενική τοῦ Μετσόβου
      δοτική τῷ Μετσόβ
    αιτιατική τὸ Μέτσοβον
     κλητική ! Μέτσοβον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μέτσοβον < σλαβικής προέλευσης медвед < πρωτοσλαβική *medvědь (αρκούδα: < *medu-ēdis < *medъ (μέλι) +‎ *(j)ěsti (τρώω) + σλαβικής προέλευσης -ово < πρωτοσλαβική *-ovъ (κατάληξη τόπων)

Κύριο όνομα

Μέτσοβον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.