Μέρφι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Μέρφι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Murphy < ιρλανδικής προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmeɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέρφι

Κύριο όνομα

Μέρφι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. αγγλικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. αγγλικό όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
  3. αγγλικό τοπωνύμιο

  • Μέρφυ (μη απλοποιημένη γραφή)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.